Άγνωστοι θρύλοι των Μετεώρων


Στους πρόποδες των μετεωρίτκων βράχων, στην "καρδιά" ενός σπάνιου γεωλογικού φαινομένου, ξεφυτρώνει ένα μικρό γραφικό χωριό μόλις χιλίων κατοίκων: το Καστράκι,  που προσελκύει κάθε χρόνο δεκάδες χιλιάδες τουρίστες απ' όλο τον κόσμο. Με μια προσεκτική ματιά, ο επισκέπτης ανακαλύπτει τον ιδιαίτερο παραδοσιακό οικισμό που αποτελείται από ένα σύνολο παλιών κατοικιών στην άλλοτε πλατεία του χωριού, στο Μεσοχώρι. Aυτοί οι μικροί "αρχιτεκτονικοί θησαυροί" διατηρούν ζωντανές τις μνήμες της ιστορίας του οικισμού, μεταδίδοντας το μήνυμα της απλότητας. 
             Αυτό όμως που πραγματικά αποτελεί μαγευτικό θέαμα είναι ο φυσικός περίγυρος του χωριού. Τα σπίτια ξεκινούν από χαμηλά και όσο ανηφορίζει κανείς έχει την αίσθηση πως μάχονται και αυτά να σκαρφαλώσουν πάνω στους κοσμογονικούς βράχους. Και πράγματι κάποια από αυτά χρησιμοποιούν τα αιωνόβια βράχια για τοίχο τους. Τα Μετέωρα, σε συνδυασμό με τις τρεις ρεματιές  που διασχίζουν το Καστράκι, το μετατρέπουν σε ένα τόπο με ιδιαίτερη ενέργεια.


Τα απόκοσμα βράχια των Μετεώρων, ήταν σχεδόν απίθανο να μη συνδυαστούν με το δέος του ανθρώπινου νου στην προσπάθειά του να νιώσει το μεγαλείο των θεϊκών δυνάμεων που δημιούργησαν αυτόν τον παράδοξο τόπο. Αλλά και για την αναζήτηση του θείου και της κοσμικής ενέργειας που έφτιαξε το σύμπαν δεν υπάρχει καταλληλότερος τόπος από τούτο, για απομόνωση και διαλογισμό.
Κάπως έτσι σκέφτηκαν οι πρώτοι ασκητές όταν επέλεξαν τις ρωγμές και τις σπηλιές των θεόρατων όγκων από πέτρα τον 9ο αιώνα μ.Χ. και με αυταπάρνηση και υπομονή εγκαθίδρυσαν τον ερημικό μοναχισμό. Αρχικά δημιούργησαν μικρούς χώρους προσευχής και αργότερα σκήτες. Η πρώτη μοναστική κοινότητα στην περιοχή ήταν η Σκήτη των Σταγών με κέντρο συνάξεως το εκκλησάκι της Παναγιάς της Δούπιανης που σώζεται ακόμα στο Καστράκι.Κάπου τότε (στα μέσα του 14ου αιώνα) τοποθετείται χρονικά και η ίδρυση του οικισμού του Καστρακίου. Είναι η περίοδος που κάποιες συγκεκριμένες συγκυρίες, οδηγούν στη γέννηση του χωριού.

Καθώς τα Μετέωρα προσεγγίζονται από την ανθρώπινη φύση προκύπτουν διάφοροι θρύλοι που προσπαθούν να εξηγήσουν τη δημιουργία αυτού του μοναδικού στην Ελλάδα γεωλογικού φαινομένου. Το επιβλητικό τοπίο σκλαβώνει τις αισθήσεις περιηγητών και κατοίκων, πυροδοτεί την φαντασία τους και στην πορεία των χρόνων γεννά πληθώρα μυθοπλαστικών διηγήσεων. Οι φυσιολατρικές δεισιδαιμονίες αποκτούν υπόσταση μέσα από το πνεύμα των απλών χωρικών που ερμηνεύει με τοπωνύμια και παράξενες διηγήσεις το παράδοξο του φυσικού χώρου.
Ο πιο διαδεδομένος θρύλος  για τη γένεση των Μετεωρίτικων βράχων λέει πως στα παλιά χρόνια η Θεσσαλία ήταν μια απέραντη λίμνη. Ένας μεγάλος σεισμός χώρισε τα βουνά στα δύο και εκεί, ανάμεσα στον Όλυμπο και τον Κίσσαβο, σχηματίστηκε ένα πέρασμα, τα Τέμπη. Τα νερά της λίμνης ελεύθερα πια χύθηκαν στη θάλασσα και η Θεσσαλία έγινε μια γόνιμη πεδιάδα, όπου μόνο οι πέτρινοι όγκοι των Μετεώρων, γεμάτοι απολιθωμένα όστρακα, μαρτυρούν την μεγαλειώδη φυσική ιστορία της τοποθεσίας. 
              Και ο θρύλος επιβεβαιώνεται καθώς στο Καστράκι υπάρχει ένας στρογγυλός και λείος βράχος που οι ντόπιοι τον αποκαλούν «Άλσο» (από τη λέξη «άλυσος») γιατί  σύμφωνα με την προφορική παράδοση, όταν τα παλιά χρόνια η Θεσσαλία ήταν θάλασσα, υπήρχε εκεί μια χρυσή αλυσίδα για να δένουν τα καράβια. Όταν αποτραβήχτηκαν τα νερά και η Θεσσαλία έγινε κάμπος, ήρθαν στον «Άλσο» και κατοίκησαν βασιλιάδες. Γι’ αυτό εκεί πάνω υπάρχουν και κάποια υπολείμματα παλαιού κτίσματος (ίσως μικρού κάστρου;) και κάπως έτσι ενδεχομένως να προέκυψε και η ονομασία του χωριού Καστράκι.



Οι θρύλοι για τα τοπωνύμια αναφέρονται κυρίως σε μετεωρίτικους βράχους με ιδιαίτερη μορφή. Ενίοτε στις μυθικές αφηγήσεις συναντάμε, πέρα από το δέος για το απόκοσμο τοπίο, το σεβασμό στο θείο, αλλά και τη βαθιά πεποίθηση του λαού ότι κάποτε υπήρχε βασιλιάς που κυβερνούσε από το παλάτι του, που βρισκόταν στην κορυφή βράχου, μαζί με τη βασίλισσά του, δίκαια τον τόπο.
Και πράγματι ο ισχυρότερος από ιστορικής άποψης, αλλά και από τοπικής περηφάνιας θρύλος για τους Καστρακινούς, είναι αυτός του βασιλιά του Βυζαντίου, Ανδρόνικου του Β’. Σύμφωνα με την ιστορία ο βασιλιάς Ανδρόνικος ο Β’ Παλαιολόγος κληρονόμησε νόμιμα το θρόνο του Βυζαντίου από τον πατέρα του Μιχαήλ. Λόγω οικονομικών δυσχερειών κατάργησε το Βυζαντινό Ναυτικό, και υπό τις πιέσεις των Βενετών και των Γενουατών προχώρησε στην πρόσληψη της Καταλανικής Εταιρείας. Οι Καταλανοί μισθοφόροι αποδείχθηκαν πολύ κατώτεροι των προσδοκιών του. Λεηλατούσαν και κατέσφαζαν τους κατοίκους της αυτοκρατορίας με αποτέλεσμα η τελευταία να βρεθεί εκτεθειμένη και αποδυναμωμένη στα χέρια των Οθωμανών. Στη δίνη των απρόβλεπτων αυτών καταστάσεων ο βασιλιάς εκτοπίστηκε από τον εγγονό του Ανδρόνικο Γ’ που διεκδικούσε το θρόνο του σε ένα μοναστήρι όπου και βρήκε το θάνατο. Το μοναστήρι αυτό το θέλει ο θρύλος στο Καστράκι σε συνδυασμό με μία χωμάτινη «τούμπα» που βρίσκεται δίπλα από την χαρακτηριστική πέτρα «Αδράχτι»[1] όπου τάφηκε η προσωπική φρουρά του Ανδρόνικου.
Ο Καστρακινός θρύλος τοποθετεί τον βασιλιά να έχει καταφύγει στο ψηλότερο και ομορφότερο κατά την άποψη πολλών μετέωρο, την Αϊά ή Αγιά. Η Αγιά είναι ένας βράχος που αποπνέει μυστήριο όχι μόνο λόγω του θρύλου του βασιλιά με τον οποίο είναι συνδεδεμένη αλλά και λόγω της όψης της. Καθώς το βλέμμα πλησιάζει στην κορυφή ο βράχος είναι πελεκημένος σε όλη του τη διάμετρο. Κάποιοι λένε ότι τα σχήματα αυτά δόθηκαν από ανθρώπινο χέρι, καθώς εκεί είχε το παλάτι του και κρυβόταν από τους σφετεριστές ο βασιλιάς Ανδρόνικος. Και πράγματι οι χαράξεις μοιάζουν με μεγάλα λίθινα προσωπεία, που απόλυτα και σοβαρά (ίσως και θλιμμένα)  θωρούν το θεσσαλικό κάμπο. Όλη αυτή η μυστηριακή αίσθηση ενισχύεται και από την ύπαρξη των μόνιμων κατοίκων στην κορυφή της Αγιάς ακόμα και σήμερα. Φυσικά πρόκειται για την πληθώρα πουλιών που η κατάφυτη κορυφή της Αγιάς με το μεγάλο υψόμετρο, τις σχισμές και τις μικρές σπηλιές προσελκύει .

Και καθώς το σούρουπο πλησιάζει τα κρωξίματα των όρνεων γίνονται πιο δυνατά στην κορυφή της Αϊάς, και τα πουλιά πυκνώνουν το φτερούγισμά τους εκεί, επιστρέφοντας στις απάτητες φωλιές τους. Και τότε είναι που ξεκινά το παραμύθι, στα σπίτια που σκιάζονται από τον όγκο των μονολιθικών γιγάντων, τη νύχτα δίχως φως, γύρω από την «παραστιά»[2] η γιαγιά διηγείται στα περίεργα εγγόνια την ιστορία που έπλεξε ο μύθος, το άδοξο τέλος του δικού τους βασιλιά και της όμορφης βασίλισσας…
…”Κάποτε στα χρόνια τα παλιά διοικούσε ένας δίκαιος βασιλιάς τον τόπο. Και είχε χτίσει το παλάτι του στην κορφή της άφταστης Αγιάς και έμενε εκεί μαζί με τη σύντροφο του, τη βασίλισσα. Αγαπούσε πολύ το λαό του και κυβερνούσε με ειρήνη και σοφία. Δεν ήταν ένας τυχαίος βασιλιάς, ήταν ο αυτοκράτορας όλου του Βυζαντίου, ο Ανδρόνικος. Τα πλούτη του και τη δικαιοσύνη του πολλοί τη ζήλεψαν, και ήρθαν μια  μέρα στρατιές να πολιορκήσουν το κάστρο του. Ο Ανδρόνικος πάλεψε γερά να κρατήσει το παλάτι, όμως τα τρόφιμα σωνόταν. Οι εχθροί ήταν δύσκολο ν’ ανεβούν στην κορφή της Αϊας, δεν ξέρανε τα μυστικά μονοπάτια. Επέμεναν όμως καθώς πίστευαν πως τα τρόφιμα θα τελειώσουν και ο βασιλιάς θα παραδοθεί.
Και οι μέρες περνούσαν, και ο λαός που ζούσε μέσα στο φρούριο άρχισε να πεινά. Τότε ο Ανδρόνικος πρόσταξε να ταΐσουν ένα κριάρι με ότι απόμεινε από τις τροφές τους, να το σφάξουν όταν θα ‘ ναι παχύ και να το πετάξουν από ψηλά να δουν οι πολιορκητές ότι έχουν μπόλικα τρόφιμα και να φύγουν. Τρόπος άλλος πέρα από την πείνα των πολιορκημένων δεν υπήρχε να πέσει το φρούριο .Όμως ένας προδότης από τη φρουρά έστειλε σημείωμα πάνω σε σαΐτα στο στρατόπεδο των εχθρών και ομολόγησε την αλήθεια. Έτσι το φρούριο έπεσε, οι εχθροί όμως δεν κατάφεραν να βρουν τους αμύθητους θησαυρούς του βασιλιά γιατί τους είχε κρύψει καλά, σε ένα βαθύ ξερό πηγάδι…
….Και αν κανείς μπορέσει ποτέ να φτάσει στην ψηλή Αϊά θα βρεί τον πέτρινο θρόνο του βασιλιά, το σκαφίδι της βασίλισσας και την πέτρα τη σκαλιστή όπου ακουμπούσε αυτή το πόδι της. Και αν ψάξει πιο καλά θα βρει δυο σεντούκια, το ένα είναι γεμάτο χρυσάφι, αλλά το άλλο είναι γεμάτο φίδια…”


Σε τέτοιους μεγαλειώδεις και εξωπραγματικούς βράχους είναι αδύνατο να μην τοποθετήσει ο λαϊκός νους μυθικά πλάσματα. Έτσι πήρε το όνομά της η Δρακοσπηλιά, σπηλιά στη νότια βάση του βράχου που φιλοξενεί το ένα από τα έξι σωζόμενα μοναστήρια των Μετεώρων, το μοναστήρι του Βαρλαάμ. Σύμφωνα με την λαΪκή παράδοση ζούσε εκεί ένας τρομερός δράκος, που το θεϊκό χέρι εξουδετέρωσε στέλνοντας ένα κεραυνό, γκρεμίζοντας μέρος της κατοικίας του και καταπλακώνοντας τον με κομμάτια του βράχου. Η σπηλιά αυτή υπάρχει σήμερα και τρυπάει σαν σήραγγα όλο το πάχος του βράχου. Δεν συναντάμε αντίστοιχη σπηλιά σε όλο το βραχώδες συγκρότημα των Μετεώρων. Στη βάση της υπάρχουν άτακτα πεσμένα κομμάτια βράχου που δυσκολεύουν το πέρασμα από το ένα άνοιγμα στο άλλο. Κάτω από αυτά τα ογκώδη κομμάτια πέτρας, λένε πως κοιμάται αιώνια ο δράκος, το κακό και απόμακρο πνεύμα του τόπου…
Παρόμοια περίπτωση είναι και ο βράχος που φιλοξενεί το Στ’χειό ή Στοιχειό, που βρίσκεται στην τοποθεσία Ρουξιόρι, παλαιότερος οικισμός των Μετεώρων που εγκαταλείφθηκε και οι κάτοικοί του ενσωματώθηκαν στο Καστράκι.Το Στοιχειό ήταν μια ημιτερατώδης μορφή με γένια ως το πάτωμα που εμφανιζόταν και εξαφανιζόταν μέσα από μια σκοτεινή σπηλιά. Σε αυτή τη σπηλιά διηγούνται οι γηραιότεροι Καστρακινοί, δεν αφήναν τα ζωντανά τους, ούτε τη χρησιμοποιούσαν για στάβλο όπως τόσες άλλες χαμηλές, βατές σπηλιές των Μετεώρων καθώς το πρωί έβρισκαν σκοτωμένα πολλά αρνιά χωρίς εξωτερικά τραύματα. Και φυσικά γι’ αυτό το ανεξήγητο φαινόμενο υπεύθυνο ήταν το τρομακτικό Στοιχειό.

Καθώς ο τόπος των Μετεώρων είναι άρρητα συνδεδεμένος με την θρησκευτική ζωή, από τον μοναχικό ασκητισμό μέχρι τα Βυζαντινά μοναστήρια στις απολήξεις των τιτάνιων βράχων, που κάποτε μετρούσαν είκοσι τέσσερα, δεν είναι δυνατόν να εκλείπουν οι θρύλοι θρησκευτικού χαρακτήρα. Έτσι υπάρχει ένα σύμπλεγμα βράχων που οι ντόπιο αποκαλούν «Αντρόγυνο», και απεικονίζει την εκδίκηση του θεού στο νιόπαντρο ζευγάρι που ενώ τους μεταλάμβανε ο παπάς εκείνοι ασέβησαν και ο θεός τους πέτρωσε. Επίσης στην Καλαμπάκα βρίσκεται ένας ραδινός βράχος, που υψώνεται πάνω σε κατηφορικό έδαφος, το «κεφάλι» του ξεχωρίζει με μία περιμετρική εγκοπή από το υπόλοιπο «σώμα» του που έχει πτυχές σαν να καλύπτεται από ένα μακρύ μανδύα. Κατά τη λαϊκή αντίληψη ο βράχος αυτός είναι η αναπαράσταση του Χριστού που ανεβαίνει το «Όρος των Ελαιών» τη νύχτα της σύλληψής του. Ωστόσο η σημαντικότερος θρησκευτικός θρύλος είναι αυτός του Άϊ- Γιώργη του Μαντηλά.
Ο Άϊ- Γιώργης ο Μαντηλάς είναι ένα μικρό ξωκλήσι χτισμένο μέσα στο βράχο στο βορειοδυτικό άκρο του Καστρακίου. Κάποτε, επί Τουρκοκρατίας πιθανόν, ένας Μωαμεθανός έκοβε ξύλα κάτω από τον Άϊ- Γιώργη, του ξέφυγε πολύ όμως το τσεκούρι και έκοψε άσχημα το πόδι του. Αν και αλλόθρησκος, ζήτησε βοήθεια από τον άγιο να τον σώσει και του έταξε το κεφαλομάντηλό της γυναίκας του. Ο άγιος εισάκουσε τις προσευχές του και την άλλη μέρα ο Τούρκος κρέμασε εκεί το μαντήλι της γυναίκας του. Μ’ αυτόν τον τρόπο ερμηνεύεται και το πιο αξιομνημόνευτο έθιμο του χωριού: Ανήμερα του Αγίου Γεωργίου οι κάτοικοι του χωριού πάνε στο συγκεκριμένο ξωκλήσι που είναι χτισμένο μέσα στο βράχο και από πάνω του κρέμονται σε σειρές σχοινιών πολύχρωμα μαντήλια. Τα παλικάρια ορειβατούν μέχρι πάνω, μοιράζουν τα παλιά μαντήλια στους παρευρισκόμενους για ευλογία, και τοποθετούν καινούρια.



ι πιο πετυχημένοι και κοντινοί χρονικά προφορικοί θρύλοι που εξάπτουν την φαντασία και την περιέργεια, έχουν να κάνουν με την καθημερινότητα των Καστρακινών. Οι άντρες ασχολούνταν με τη γεωργία και τα ζωντανά και οι γυναίκες βοηθούσαν όπου μπορούσαν και αναλάμβαναν αποκλειστικά το νοικοκυριό. Έτσι στα μέρη όπου σύχναζαν για να κάνουν τις δουλειές τους, που υπάρχουν αυτούσια ακόμα και σήμερα, συνέβαιναν διάφορα παράδοξα.
Στη μια από τις τρεις ρεματιές του Καστρακίου, κοντά στον Άϊ Γιώργη το Μαντηλά, που λέγεται Αστριά οι γυναίκες πηγαίναν πριν το χάραμα να προλάβουν να πλύνουν τα ρούχα πριν βγει ο ήλιος και τις κάψει. Όμως το πλύσιμο δεν γινόταν σχεδόν ποτέ. Λίγο πιο κάτω από το ποταμάκι μέσα στις σκοτεινές φυλλωσιές, κάτι λαμπύριζε έντονα. Ένα περίεργο αντικείμενο φώτιζε, και το σχήμα του έμοιαζε με καπάκι από γάστρα, σαν να τις καλούσε να πάνε από κοντά να δουν τι είναι. Τότε μονομιάς μάζευαν άρον άρον τα ρούχα όλες μαζί τρομαγμένες και γυρνούσαν πίσω, μιας και καμιά δε τολμούσε να πλησιάσει το εξωπραγματικό αντικείμενο.
Σε μια άλλη μικρότερη ρεματιά, τη «σούδα του Κουρκουνά», όπως τη λένε στο χωριό, που αποτελούσε πέρασμα για τους γεωργούς με τα ζωντανά καθώς από κει πηγαίναν για τα «τρανά αμπέλια», να καλλιεργήσουν σταφύλια, η κίνηση γινόταν υπό περίεργες συνθήκες. Την καλύτερη μοίρα είχαν οι πεζοί που διέσχιζαν τη σούδα ανενόχλητοι, στην περίπτωση όμως που συνοδεύονταν από μουλάρια, αυτά μέναν πίσω, κοιτάζαν φοβισμένα το μέρος, παίρναν αλλόκοτο ύφος και δεν προχωρούσαν. Σαν κάτι να διέκριναν που το ανθρώπινο μάτι δε μπορούσε να εντοπίσει.  
Στην περιοχή «Αλώνια» υπάρχει ένας βράχος κοντός, βατός και πλατύς. Εκεί άπλωναν οι χωρικοί τα καλαμπόκια τους και τους τραχανάδες για να στεγνώσουν το καλοκαίρι. Για να μην κλαπούν τα τρόφιμα κοιμόντουσαν εκεί το βράδυ. Όμως ο ύπνος ήταν βαρύς, ένας παράξενος επισκέπτης τους έπαιρνε την ησυχία, και η ανάσα γινόταν βαριά και τα όνειρα μικρές πάλες. Ξύπναγαν το άλλο πρωί οι νοικοκυραίοι και μονολογούσαν ή παραδέχονταν ο ένας στον άλλο: «απόψε μας πλάκωσε το ίσκιωμα…», αυτός ο μυστήριος ίσκιος που σα να κάθονταν πάνω στο στέρνο τους, τα βράδια δίπλα από το βράχο.
       Τέλος στην περιοχή Σταυρός όπου είναι το μεγάλο σταυροδρόμι που ενώνει την Καλαμπάκα με το Καστράκι, ενώνονται τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Η κάθε κατεύθυνση από τις τέσσερις οδηγεί σε διαφορετικά φυσικά τοπία. Και είναι σαν οι δυνάμεις του τόπου να μάχονται προς τα πού θα οδηγήσουν τους διαβάτες, ποιο μέρος θα τους κερδίσει. Οι Καστρακινοί είχαν παρατηρήσει πως ανεβαίνοντας σε εκείνο το σημείο με κατεύθυνση ευθεία προς το Καστράκι, τα πόδια τους παιδεύονταν, όπως μια γάτα ή ένα κουνέλι μπλέκεται ανάμεσα στους αστραγάλους και δεν σ’ αφήνει να συνεχίσεις. Το περπάτημα ήταν κάθε άλλο παρά άνετο σε εκείνο το σημείο.




Υπάρχουν  δύο προφορικές ιστορίες μου με βάση τα λεγόμενα των ντόπιων αναφέρονται σε πραγματικά γεγονότα που έγιναν πολλά χρόνια πριν στο χωριό. Το πρώτο αναφέρεται σε έναν ξένο περιηγητή που ήρθε σε ένα από τα μοναστήρια των Μετεώρων για να μελετήσει τις συλλογές με τα παλιά πολύτιμα χειρόγραφα. Ο ξένος ήταν πολύ μορφωμένος, εν αντιθέσει με τους καλόγερους που δε μπορούσαν να κατανοήσουν τη συνήθειά του να διαβάζει νυχθημερόν. Μέχρι που κάποια στιγμή τον περάσαν για τρελό και τον κλείδωσαν στο κελί του. Φώναζε να τον ελευθερώσουν μα μάταια. Στην απελπισία του άνοιξε το μικρό παραθύρι και τσακίστηκε από ψηλά στις χαράδρες των βράχων. Ο μήνας ήταν Απρίλης. Από τότε κάθε Απρίλη μια μικρή φλόγα ανάβει στους βράχους κοντά στο κελί του άτυχου περιηγητή, κι όταν η φλόγα σβήνει ακούγονται οι κραυγές και τα βογγητά του..
Η δεύτερη αναφέρεται στην εποχή της τούρκικης κατοχής. Ένας αγροφύλακας της μοναστικής ιδιοκτησίας των Μετεώρων, συνάντησε  σε ένα χάνι του χωριού έναν αρματωλό. Για να μην τον παραδώσει στους Τούρκους ζήτησε για αντάλλαγμα, να τον πάρει ο αρματωλός στις πλάτες του και να τον κουβαλήσει ως την Βίγλα, σημείο ψηλό και δύσκολο να το προσεγγίσουν ακόμα και τα ξεφόρτωτα ζωντανά. Ο αρματωλός υπέμεινε το βασανιστήριο, μιας και ο αγροφύλακας ήταν πολύ σωματώδης, αλλά ορκίστηκε να εκδικηθεί για την ταπείνωση και τον εξευτελισμό. Σαν τον πέτυχε μετά από καιρό μόνο του τον ακινητοποίησε και τον κρέμασε σε μια μουριά, στην περιοχή Καναλάκι[3], όπου πήγαιναν οι καστρακινές να ξεπλύνουν τα κατσαρολικά και τα προικιά τους. Το πρωί οι γυναίκες βρήκαν τον αγροφύλακα κομματιασμένο και ο κλέφτης τις ανάγκασε να τραγουδήσουν και να χορέψουν γύρω από το μαγαρισμένο σώμα. Και αν ο σωματώδης αγροφύλακας υπέστει την τιμωρία του, τα σωματικά χαρακτηριστικά του δεν κομματιάστηκαν στ’ αλήθεια. Η μουριά πήρε όλο του το μεγαλείο και τη χάρη, και στέκει ακόμα εκεί περήφανη και κορδωμένη σήμερα, με κορμό που θέλει δέκα άτομα για να τον αγκαλιάσουν, εις μνήμη του άτυχου θανόντος.
Κλείνοντας, σίγουρα η προφορική παράδοση θα έχει διάφορους μύθους να διηγηθεί για αιθέριες υπάρξεις που συχνάζουν στις πηγές και τις κατάφυτες ρεματιές. Στη νεότερη εποχή οι κρήνες που είναι τόπος συνάντησης, κοινωνικών και αισθηματικών δρώμενων, σα να αποκτούν και αυτές αυτή τη μεταφυσική υπόσταση των πνευμάτων του δάσους...ή μήπως οι ντόπιες χωριατοπούλες που ποτίζοντας ή ξεγελώντας τους περιηγητές και ξένους να πάνε να πιούν νερό απ’ την όμορφη βρύση Αβρακή, βορειοναταλικά σε ένα πανέμορφο φυσικό τοπίο δίπλα από το παλιό νεκροταφείο του χωριού και στους πρόποδες των βράχων, δέσμευαν τη μοίρα τους να παντρευτούν κορίτσι από το χωριό. Κάπως έτσι ίσως υποσυνείδητα πίστεψε και ο δικός μου πατέρας στον λαϊκό μύθο και πήγε μόνος του ένα ζεστό πρωινό να απολαύσει το δροσερό νερό της Αβρακής…


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η επιτυχημένη συγγραφέας Ευαγγελία Παπανίκου & οι εννέα Μούσες

Μόρνα «σκοτεινός τόπος»

Κυνήγι φαντασμάτων (Ghost_hunting)